-
1 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
1 παραπομπη
(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)